-
1 εὐ-παρα-κόμιστος
εὐ-παρα-κόμιστος, leicht nebenbei-, mit-, herzuführen; ὁλκὰς πρὸς τὴν γῆν Plut. Lucull. 13; λογισμῷ πρός τι id. gen. Socr. 30. Aber πόλις εὐπ. ist eine Stadt, die leichte, gute Zufuhr hat, Arist. pol. 7, 5, 2.
-
2 εὐπαρακόμιστος
εὐ-παρα-κόμιστος, leicht nebenbei-, mit-, herzuführen. Aber πόλις εὐπ. ist eine Stadt, die leichte, gute Zufuhr hat
См. также в других словарях:
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek